- τραπεζεύς
- τραπεζεύςatmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τραπεζεύς — at masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζεύς — έως, ὁ, Α 1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.) 2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος 3. αυτός που ζει εις βάρος… … Dictionary of Greek
Τραπεζεῖς — Τραπεζεύς at masc acc pl Τραπεζεύς at masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζεῖς — τραπεζεύς at masc acc pl τραπεζεύς at masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραπεζέων — Τραπεζεύς at masc gen pl Τραπεζέω̆ν , Τραπεζεύς at masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραπεζῆας — Τραπεζεύς at masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζῆας — τραπεζεύς at masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραπεζῆες — Τραπεζεύς at masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζῆες — τραπεζεύς at masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραπεζήεσσι — Τραπεζεύς at masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)